- οξυγονοκολλητής
- ο сварщик, газосварщик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οξυγονοκολλητής — ο [οξυγονοκολλώ] ειδικός τεχνίτης που ασχολείται με την οξυγονοκόλληση … Dictionary of Greek
οξυγονοκολλητής — ο ο ειδικός τεχνίτης για οξυγονοκολλήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκολλώ — συγκόλλησα, συγκολλήθηκα, συγκολλημένος, συνδέω δύο πράγματα με κόλλα ή με άλλο τρόπο: Ο οξυγονοκολλητής συγκόλλησε τα δύο μέταλλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)